Συρακόσιος

Revision as of 13:06, 18 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Syracusan; v. sub Συράκουσαι.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
dor. et anc. att.
de Syracuse ; ἡ Συρακοσία le territoire de Syracuse.
Étymologie: Συράκουσαι.

English (Slater)

Σῠρᾱκόσιος Syracusan Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα (O. 1.23) τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (O. 6.18) pl. pro subs., Συρακοσίων ἀρχῷ (P. 1.73)

Greek Monolingual

-α, -ο / Συρακόσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
βλ. Συρακουσιος.