φλοιώτις
Greek Monolingual
-ώτιδος, ἡ, Α
αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. -ῶτις, θηλ. της κατάλ. -ώτης (πρβλ. πατριῶτις, στρατιῶτις)].
-ώτιδος, ἡ, Α
αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. -ῶτις, θηλ. της κατάλ. -ώτης (πρβλ. πατριῶτις, στρατιῶτις)].