εὔληκτος

Revision as of 13:19, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

English (LSJ)

ον, soon ceasing, Luc.Trag.324.

German (Pape)

[Seite 1078] bald aufhörend, Luc. Tragod. 324.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cesse facilement.
Étymologie: εὖ, λήγω.

Russian (Dvoretsky)

εὔληκτος: легко прекращающийся, т. е. непродолжительный (ἄλγημα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔληκτος: -ον, ταχέως λήγων, Λουκ. Τραγ. 324.

Greek Monolingual

εὔληκτος, -ον (Α)
αυτός που τελειώνει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ληκτός (< λήγω].