Σκύριος
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Skyros ; οἱ Σκύριοι les habitants de Skyros.
Étymologie: Σκῦρος.
English (Slater)
Σκῡριος of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.
Russian (Dvoretsky)
Σκύριος: (ῡ) ὁ житель Скироса Pind., Her.