κρασπεδίτης

Revision as of 08:45, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, hindmost person in a chorus, opp. κορυφαῖος, Plu.2.678e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le dernier figurant d'un chœur.
Étymologie: κράσπεδον.

German (Pape)

ὁ, der letzte od. hinterste in einem Chore, Gegensatz von κορυφαῖος, Plut. Symp. 5.5.1.

Russian (Dvoretsky)

κρασπεδίτης: ου (ῑ) ὁ краспедит (крайний сзади участник хора, в отличие от корифея, стоящего впереди) (τὸν κρασπεδίτην τῷ κορυφαίῳ συνήκοον ἔχειν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κρασπεδίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἔσχατος τοῦ χοροῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν κορυφαῖον, Πλούτ. 2. 678D.

Greek Monolingual

κρασπεδίτης, ὁ (Α) κράσπεδον
ο τελευταίος του χορού, σε αντιδιαστολή με τον κορυφαίο.