ἐντολικόν
English (LSJ)
τό,1 authorization, power of attorney, PFlor.142.2 (iii A. D.), etc.
2 prescription, recipe, BGU953.1 (iii/iv A. D.), dub. sens. in POxy.1775.13 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντολικόν: τό, ἔνταλμα, ἐπίταγμα, Κανὼν τῆς ἐν Καρθ. Συνόδ. 92, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 8· - ἐντολικάριος, ὁ, = ὁ ἐντεταλμένος, Κανὼν τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδου 1313D, Θεοφάν. 432, 13., 441, 11.