δωδεκαετής
English (LSJ)
ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος)
A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6. II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.
ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος)
A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6. II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.