σφάνιον

Revision as of 09:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κλινίδιον, Hsch.; cf. ἐν σφανίῳ· ἐν κλιναρίῳ, Id. (Perh. σφᾱνιον, Dor. etc. for Σφήνιον, abbrev. for σφηνόπους, q.v.)

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «σφάνιον
κλινίδιον»
β) «ἐν σφανίῳ
ἐν κλιναρίῳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. του συνθ. σφηνόπους < σφήν, -ηνός (πιθ. δωρ. τ. του αμάρτυρου σφήνιον)].

German (Pape)

τό, ein kleines Bett, Hesych.