λαξευτικός

Revision as of 09:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

λαξευτική, λαξευτικόν,
A of or for a stone-cutter or his art, διαβήτης Eust.341.28; ἡ λ. τέχνη Anon.Prog. in Rh.1.640 W., Phot.

German (Pape)

[Seite 15] das Steinhauen betreffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λαξευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λαξευτὴν ἢ εἰς τὴν τέχνην αὐτοῦ, Εὐστ. 341. 28· ἡ λ. τέχνη Ρήτορες (Walz) 640, Φώτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λαξευτικός, -ή, -όν) λαξευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαξευτή ή στην τέχνη του («λαξευτικό εργαλείο»).