ἄβρικτον, (βρίζω) wakeful, hard of hearing, Hsch., Suid.:—ἀβρίξ, Adv., Hsch.
-ον1 despierto, desvelado Hsch.2 duro de oído, sordo Hsch., Sud.• Etimología: Cf. βρίζω.
ἄβρικτος: -ον, (βρίζω) ἄγρυπνος, ἔξυπνος. Ἡσύχ. Σουΐδ.