φρικτή, Hsch. χίδαδον· τὸ παιδίον, Id. (leg. χίδαλον· ἀντὶ τοῦ· τὸ αἰδοῖον).
Α(κατά τον Ησύχ.) «φρικτή».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χίδρν].