ὁρμαθίζω

Revision as of 09:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

string together, Hsch. s.v. πινακοπώλης, Suid. s.v. μασχαλίσματα.

German (Pape)

[Seite 380] aufreihen, in eine Reihe zusammenbringen. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμᾰθίζω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιάζω», Ἡσύχ. ἐν λέξει πινακοπώλης, Σουΐδ. ἐν λέξ. μασχαλίσματα.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁρμαθίζω) ορμαθός
περνώ ομοειδή αντικείμενα σε αρμαθό, αρμαθιάζω.