ἡ, = κυνδαλισμός (game of knocking out one peg with another, one who plays at it), Hsch.
κυνδάλη, ἡ (Α) κύνδαλος(κατά τον Ησύχ.) είδος παιχνιδιού.
ἡ, das Spiel mit dem κύνδαλος, Hesych.