ἡ, fem. of τηρητής, dub. cj. for περήτρια (-ίτρια, -άτρια) in Hsch., Phot., Suid.
τηρήτρια: ἡ, θηλ. τοῦ τηρητής, ὅπερ πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ περήτρια.
ἡ, Αβλ. τηρητής.