φιλάνθεμον, = φιλανθής (fond of flowers), E. Fr. 896, Nonn. D. 17.83.
φιλάνθεμος: Eur. = φιλανθής.
φιλάνθεμος: -ον, = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Ἀποσπ. 888, Νόνν. Διον. 17. 83.
-ον, ΜΑφιλανθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄνθεμον «λουλούδι»].