προκαταλαμβάνειν, Id.: ψατῆσαι· προειπεῖν, Id. (Prob. cogn. with φθάνω.)
Α(κατά τον Ησύχ.) «προκαταλαμβάνειν».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φθάνω.