τριχοκοσμητής

Revision as of 09:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τριχοκοσμητοῦ, ὁ, hairdresser, Id. s.v. κεροπλάστης.

Greek (Liddell-Scott)

τριχοκοσμητής: ὁ, ὁ κοσμῶν τὰς τρίχας, κομμωτής, Ἡσύχ. ἐν λ. κεροπλάστης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κομμωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κοσμητής (< κοσμῶ)].

German (Pape)

ὁ, der Haarschmücker, Hesych.