πλάξιππος
English (LSJ)
English (Slater)
πλάξιππος, -ον chariot driving πλάξιππον Θήβαν (O. 6.85) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) cf. (Pae. 1.7)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήξιππος.
Greek Monotonic
πλάξιππος: -ον, Δωρ. αντί πλήξιππος.
German (Pape)
[Seite 625] dor. statt πλήξιππος, Pind.
Russian (Dvoretsky)
πλάξιππος: дор. = πλήξιππος.
Greek (Liddell-Scott)
πλάξιππος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πλήξιππος, Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλᾱ́ξιππος Dor. voor πλήξιππος.