-ατος, τό, = τέλος, πέρας, Hsch.
λοίσθημα: τό, «τέλος, πέρας, ἔσχατος» Ἡσύχ.
λοίσθημα, τὸ (Α) λοίσθος (I), (κατά τον Ησύχ.) «τέλος, πέρας, ἔσχατος».
τό, das Letzte, Äußerste, das Ende, Hesych.