παλινστρόβητος

Revision as of 09:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

παλινστρόβητον, whirled or twirled round, Lyc. 739.

German (Pape)

[Seite 450] zurück gewirbelt, gedreht, Lycophr. 739.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινστρόβητος: -ον, παλινστροβήτοις πημοναῖς ἁλώμενος, «ὀπισθορμήτοις, πολυπλάτοις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 739.

Greek Monolingual

παλινστρόβητος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στροβῶ (< στρόβος «περιστροφή»].