ὁ, epithet of Dionysus, Hsch.
Ἰυγγίης, ὁ (Α)επίθ. του Διονύσου (Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές παρ. του ρ. ἰύζω με έρρινο επίθημα -γγ-].