ἐναθροίζομαι
English (LSJ)
gloss on ἐναγοράζειν, Hsch.
Spanish (DGE)
reunirse, congregarse glos. a ἐναγοράζειν Hsch.
Greek Monolingual
ἐναθροίζομαι (Α)
εναγοράζω.
gloss on ἐναγοράζειν, Hsch.
reunirse, congregarse glos. a ἐναγοράζειν Hsch.
ἐναθροίζομαι (Α)
εναγοράζω.