ά, όν, Dor. for σπαθητός, Hsch.
[Seite 915] dor. statt σπαθητός, mit der σπάθη geschlagen, Hesych.
σπᾰθᾱτός: -ή, -όν, Δωρ. ἀντὶ σπαθητός, Ἡσύχ.
-ά, -όν, Α(δωρ. τ.) βλ. σπαθητός.