βρυάκτης
English (LSJ)
βρυάκτου, ὁ, of Pan, the jolly god, Poet. ap. Stob.1.1.30.
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 465] ὁ, der Ausgelassene, Lebensfrohe, Pan, gen. βρυάκτα Orph. bei Stob. ecl. 1, 3, 30.
Greek (Liddell-Scott)
βρυάκτης: -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ Πανός, ὁ εὔθυμος θεός, Ὀρφ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 68.