ὀρθέσιον
English (LSJ)
ὄρθιον, μακρόν, ὀξύ, μέγα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθέσιον: «ὄρθιον. μακρὸν ὀξὺ μέγα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀρθέσιον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὄρθιον, μακρόν, ὀξύ, μέγα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. < ὀρθοθέσιον (< ὀρθός + -θέσιον < -θέτης < τίθημι) με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς < ἀμφιφορεύς)].