προτιάπτω
English (LSJ)
προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν, προτιείποι, v. προσιάπτω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. προσάπτω.
Russian (Dvoretsky)
προτιάπτω: эп. = προσάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
προτιάπτω: προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. προσάπτω.
Greek Monotonic
προτιάπτω: -βάλλομαι, -ειλέω, -εῖπον, βλ. προσ-.