προτιάπτω

Revision as of 09:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν, προτιείποι, v. προσιάπτω.

German (Pape)

[Seite 792] dor. statt προσάπτω.

French (Bailly abrégé)

dor. c. προσάπτω.

Russian (Dvoretsky)

προτιάπτω: эп. = προσάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

προτιάπτω: προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.

English (Autenrieth)

attach to, accord, Il. 24.110†.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. προσάπτω.

Greek Monotonic

προτιάπτω: -βάλλομαι, -ειλέω, -εῖπον, βλ. προσ-.