νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων, Hsch.
Α(κατά τον Ησύχ.) «νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων».[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ὑλωρός σχηματισμένος < ὕλη + κατάλ. -εύς, πιθ. μέσω τών αμάρτυρων επιθ. ὑλήρης ή ὑληρός].