τό, poet. for κοράλλιον (q.v.).
κουράλιον: τό, ποιητ. ἀντὶ κοράλλιον, ὃ ἴδε.
κουράλιον, τὸ (Α)βλ. κοράλλι.
τό, = κοράλλιον; Theophr.; Dion.Per. 1103 und andere Spätere