λοιγίστρια

Revision as of 09:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὀλοθρεύτρια, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

λοιγίστρια: ἡ, (λοιγὸς) καταστροφὴν φέρουσα, ὀλεθρία, «ὀλοθρεύτρια» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λοιγίστρια (Α) λοιγός (I)]
(κατά τον Ησύχ.) «ὀλοθρεύτρια».