ἐγκέραστος

Revision as of 09:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐγκέραστον, mixed, blended, Plu.2.660c.

Spanish (DGE)

-ον
subst. τὸ ἐγκέραστον = moderación, amabilidadσυμποτικὸς λόγος ... ποιεῖ τῇ ἀνέσει τὸ ἱλαρὸν καὶ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plu.2.660c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐγκεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκέραστος: смешанный, примешанный (τῇ ἀνέσει τὸ φιλάνθρωπον ἐγκέραστον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέραστος: -ον, μεμιγμένος, ἐγκεκραμένος, Πλούτ. 2. 660C.

Greek Monolingual

ἐγκέραστος, -ον (Α)
ανακατωμένος.