ἀτερηδόνιστος
English (LSJ)
ἀτερηδόνιστον, not worm-eaten, Dsc.1.16.
Spanish (DGE)
-ον no carcomido Dsc.1.16.
German (Pape)
[Seite 385] nicht wurmstichig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτερηδόνιστος: -ον, ὁ μὴ σκωληκόβροτος, Διοσκ. 1. 15.
ἀτερηδόνιστον, not worm-eaten, Dsc.1.16.
-ον no carcomido Dsc.1.16.
[Seite 385] nicht wurmstichig, Diosc.
ἀτερηδόνιστος: -ον, ὁ μὴ σκωληκόβροτος, Διοσκ. 1. 15.