Ep. for θεῷο, 2sg. pres. opt. o† θηέομαι.
2ᵉ sg. prés. opt. de θηέομαι.
θηοῖο: эп. 2 л. sing. praes. opt. к θηέομαι (см. θεάομαι).
θηοῖο: Ἐπικ. ἀντὶ θεῷο, β΄ ἑνικ. εὐκτ. ἐνεστ. τοῦ θηέομαι.
see θηέομαι.
θηοῖο: Επικ. αντί θεῷο, βʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του θηέομαι.