κόρυμνα
English (LSJ)
Greek Monolingual
κόρυμνα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις γυναικεῖος περιτραχήλιος», περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
κόρυμνα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις γυναικεῖος περιτραχήλιος», περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].