ἐνεπίπεδον, flat, ὀροφή Gal.18(1).518.
-ον plano ὀροφή Gal.18(1).518.
ἐνεπίπεδος: -ον, ἐπίπεδος ἐντός, ποιήσει τὴν ὀροφὴν ἐνεπίπεδον Γαλην. τ. 18, μέρος 1, σ. 518, 11.
ἐνεπίπεδος, -ον (Α)επίπεδος στο εσωτερικό του.