συγκορύφωσις

Revision as of 09:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ,= συγκεφαλαίωσις, ib.25.

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, = συγκεφαλαίωσις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκορύφωσις: ἡ, = συγκεφαλαίωσις. Θεολογ. Ἀριθμ. σ. 25.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α συγκορυφῶ
συγκεφαλαίωση.