gen.sg. of κράς (q.v.).
v. κράς.
κρατός gen. sing. van κράς.
κρᾱτός: gen. к *κράς.
κρᾱτός: ἑνικ. γεν. τοῦ κράς, ὃ ἴδε, Ὅμηρ.
κρᾱτός: γεν. του κράς.