Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Λατογενές, Dor. for Λητογενής.
dor. c. Λητογενής.
Λᾱτογενής: -ές, Δωρ. ἀντὶ Λητογενής.
Λᾱτογενής: -ές, Δωρ. αντί Λητογενής.
Λᾱτο-γενής, ές [doric for Λητογενής.]