ἀνέπαλτο
English (LSJ)
ἀνεπάλμενος, v. sub ἀναπάλλω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Moy. de ἀναπάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέπαλτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 med. к ἀναπάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέπαλτο: ἀνεπάλμενος, ἴδε ἐν λ. ἀναπάλλω.
English (Autenrieth)
see ἀναπάλλω.
Greek Monotonic
ἀνέπαλτο: γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἀναπάλλω.