Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἀξύστατον, v. sub ἀσύστατος.
v. ἀσύστατος.
= ἀσύστατος.
ἀξύστατος: староатт. = ἀσύστατος.
ἀξύστατος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἀσύστατος.
ἀξύστατος: -ον, βλ. ἀ-σύστατος.
[v. ἀσύστατος