ἀξύστατος

Revision as of 09:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἀξύστατον, v. sub ἀσύστατος.

Spanish (DGE)

v. ἀσύστατος.

German (Pape)

ἀσύστατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀξύστατος: староатт. = ἀσύστατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξύστατος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἀσύστατος.

Greek Monotonic

ἀξύστατος: -ον, βλ. ἀ-σύστατος.

Middle Liddell

[v. ἀσύστατος