Ion. 3pl. plpf. of κτάομαι.
v. κτάομαι.
ἐκτέατο: ион. 3 л. pl. ppf. к κτέαμαι.
ἐκτέατο: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. τοῦ κτάομαι.
ἐκτέατο: Ιων. αντί ἔκτηντο, γʹ πληθ. υπερσ. του κτάομαι.