σοῦσθε, σούσθω, v. σεύω.
inf. prés. Moy. de σοῦμαι, c. σεύομαι, v. σεύω.
σοῦσθαι: inf. к σοῦμαι.
σοῦσθαι: σοῦσθε, σούσσω, ἴδε σεύω.
σοῦσθαι: Μέσ. απαρ. του σεύω· σούσθω, σοῦσθε, γʹ ενικ. και βʹ πληθ. προστ.