ὑψήλοφον, v. ὑψίλοφος.
ὑψήλοφος: -ον, ἴδε ἐν λ. ὑψίλοφος.
-ον, Αβλ. ὑψίλοφος.
mit hohem Gipfel, auf hohen Bergen wachsend, muß entweder ὑψίλοφος od. ὑφηλόλοφος heißen, vgl. Bast ep. crit. p. 53.