Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ep. for ἐγχραύω.
ἐνιχραύω: ἐνιχρίμπτω, Ἐπικ. ἀντὶ ἐγχ-.
ἐνιχραύω (Α)επικ. τ. του εγχραύω.
ἐνιχραύω: ἐνι-χρίμπτω, Επικ. αντί ἐγ-χραύω, ἐγ-χρίμπτω.