v. ῥαίνω.
[Seite 834] s. ῥαίνω.
v. ῥάζω².
ῥάσσατε: эп. 2 л. pl. imper. aor. 2 к ῥαίνω.
ῥάσσατε: ἐν τῇ Ὀδ. Υ. 150 ἀνήκει εἰς τὸ ῥαίνω.
see ῥαίνω.
ῥάσσατε: ανώμ. βʹ πληθ. αορ. αʹ του ῥαίνω.