καταντία
English (LSJ)
ἡ,
A hanging downwards, Hp.Off.3. II καταντία, v. καταντίον.
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, die Abschüssigkeit. Vgl. καταντίος.
ἡ,
A hanging downwards, Hp.Off.3. II καταντία, v. καταντίον.
[Seite 1366] ἡ, die Abschüssigkeit. Vgl. καταντίος.