ἐξαλλοτριόω

Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A export, Str.5.1.9.
II divert, alienate, πόρον εἰς ἑτέρας χρείας BSA17.229 (Pamphyl.), cf. PGiss.2.24 (ii B. C.).
2 alienate, estrange, τὸν πολιτικὸν ὄχλον D.H.11.39; τοὺς πολλοὺς πρὸς τοὺς ἀρίστους S.E.M.2.42:—Pass., to be estranged, LXX 1 Ma.12.10.

Spanish (DGE)

I c. ac. de pers.
1 c. gen. distanciar de, convertir en extraño en v. pas. πρὸς τὸ μὴ ἐξαλλοτριωθῆναι ὑμῶν para no vernos convertidos en extraños a vuestros ojos LXX 1Ma.12.10.
2 c. ac. de pers. enajenar, soliviantar, poner fuera de sí τὸν πολιτικὸν ὄχλον D.H.11.39, c. πρός y ac. διαβολαῖς αὐτοὺς ἐξαλλοτριοῖ πρὸς τοὺς ἀρίστους S.E.M.2.42.
II jur., econ., c. ac. de cosa enajenar, transmitir a otros o a sí mismo la propiedad de un bien de titularidad ajena, gener. de modo indebido ἔθος ποιῆσαι, θήλειαν (ἵππον) μὴ ἐξαλλοτριοῦν Str.5.1.9
frec. en disposiciones testamentarias y funerarias μὴ ἐχέτω [δὲ ἐξου] σίαν μηθεὶς μήτε ἀποδόσθαι τὸ Μουσεῖον ... μήτε καταθέμεν, μήτε διαλλάξασθαι, μήτε ἐξαλλοτριῶσαι τρόπῳ μηθενί nadie tendrá permiso para vender el Museo ni para hipotecarlo, intercambiarlo o enajenarlo de ninguna manera, IMaff.31.2.14 (Tera III a.C.), cf. IPerge 77.10 (I/II d.C.), μηδενὶ δὲ ἐξέστω τοῦτο τὸ μνημῆον ... μήτε πωλῆσαι μὴτε ἐξαλλοτριῶσαι ISmyrna 210.5 (imper.), cf. SEG 46.1506.7 (Filadelfia I/II d.C.), IEphesos 1653.5 (imper.), ἑτέρῳ δὲ οὐδενὶ ἐ[ξ] έσται θεῖναί τινα οὐδὲ ἐξαλλοτριῶσαι οὐδὲ τὴν ἐπιγραφὴν ἐκκόψαι TAM 5.1157.2 (Tiatira)
en contratos de matrimonio μὴ ἐξέστω αὐτῷ ... τῶν ὑπαρχόντων μηδὲν ἐξαλλοτριοῦν PGiss.2.1.24 (II a.C.)
en contratos de venta (ἀρούρας) μήτε πωλεῖν μηδὲ ὑποτίθεσθαι μηδὲ ἐξαλλοτριοῖν μηδὲ ἑτέροις καταλείπειν PMich.Teb.322a.30 (I d.C.), en v. pas. SB 9109.6 (I d.C.), POxy.100.12 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 866] an Fremde verkaufen, Strab. 5, 1, 9; – entfremden, τινὰ πρός τινα, Sest. Emp. adv. rhet. 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαλλοτριόω: ἐπιτρέπω τι νὰ ἀχθῇ εἰς ξένον τόπον, πωλῶ εἰς ξένους, Στράβων 215. ΙΙ. ἀποξενώνω, διαβολαῖς (τοὺς πολλοὺς ὁ δημαγωγὸς) ἐξαλλοτριοῖ πρὸς τοὺς ἀρίστους Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 41.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαλλοτριόω: отчуждать (διαβολαῖς τινα πρός τινα Sext.).