ἐξαδυνατέω
English (LSJ)
to be quite unable or incapable, c.inf., Arist.Pol.1282b4, Plu.Alc.23; πρός τι Arist.GA785a10: abs., Id.HA575a21, Plb.1.58.5; τῷ σώματι Plu.Mar.33; ἐ. τὸ γεννᾶν generation becomes impossible, Thphr. CP 1.16.3.
Spanish (DGE)
1 ser completamente incapaz de c. inf. ὁ νομοθέτης ἐξαδυνατεῖ καθ' ἕκαστα ἀκριβῶς διορίζειν Arist.MM 1198b27, cf. 33, ἐὰν μή τις ἐξαδυνατῇ περὶ τοῦ προκειμένου διαλέγεσθαι Arist.Top.108a36, cf. Pol.1282b4, τὸ γεννᾶν Thphr.CP 1.16.3, cf. Plu.Alc.23.3, Plot.6.9.3, ὅπως μεταρσιοῦσθαι πρὸς τὴν ἐν οὐρανοῖς πορείαν ἐξαδυνατῶσιν Tat.Orat.16, c. gen. e inf. ἐξαδυνατεῖν τοῦ προτιθέμεν τὰς Ἀκτιάδας IG 92.583.9 (Olimpia III a.C.), c. giro prep. ἐξαδυνατεῖ ἡμῶν ἡ φύσις ἀσθενὴς οὖσα πρὸς τὸ ἐπὶ πολὺ ἀφικνεῖσθαι nuestra naturaleza, al ser débil, no es capaz de llegar muy lejos Arist.MM 1213b6.
2 verse impedido, sufrir incapacidad física, que imposibilita el cumplimiento del contrato ἐὰν δέ τις ἐξ[αδ] υνατήσῃ εἰ τελευτήσῃ μεταξὺ τοῦ χρόνου ID 1416B.1.50, cf. 1417.B.2.146 (ambas II a.C.).
3 perder las fuerzas, volverse indefenso ὅταν δ' ἐξαδυνατήσῃ διὰ τὴν λαγνείαν del toro que ha cubierto a la hembra, Arist.HA 575a21, ὡστε μὴ ἐξαδυνατεῖν τὸ θερμὸν πρὸς τὴν πέψιν Arist.GA 785a10, τὸ κατὰ φύσιν θερμὸν ποιεῖ ἐξαδυνατεῖν hace que el calor natural pierda fuerza Arist.Somn.Vig.457b17, cf. Mir.830a18, τυπτόμενος ... ἐξαδυνατεῖ καὶ παραλύεται Agatharch.71, cf. Plb.1.58.5, D.S.17.82, D.H.10.16
•debilitarse, disminuir de las sensaciones ἐπὶ ... τὸ μικρὸν ... ἐοίκασιν ἥ τε φωνὴ καὶ ἡ αἴσθησις ἐξαδυνατεῖν Aristox.Harm.19.16, c. dat. de rel. μετρίως τῆς ὄψεως διατιθημένης, οὐδὲ ἐξαδυνατοῦμεν αὐτῇ al ajustar la vista adecuadamente, no nos sentimos debilitados en ella Arist.Pr.959a29, κοπιῶντες τῇ διανοίᾳ καὶ ἐξαδυνατοῦντες Gal.Consuet.17.14, cf. Plu.Mar.33.
German (Pape)
[Seite 862] verstärktes simplez; Arist. gen. an. 5, 5 H. A. 6, 21 Theophr.; Pol. 1, 58, 5 u. a. Sp., wie Plut. ἐξαδυνατῶν τῷ σώματι διὰ τὴν ἀσθένειαν, Mar. 33.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
devenir impuissant, sans force.
Étymologie: ἐξ, ἀδυνατέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰδῠνᾰτέω: ἀδυνατῶ, δὲν δύναμαι, μετ’ ἀπαρ., Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 19, Τοπ. 1. 18, 3· πρός τι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 1· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2 κ. ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαδῠνᾰτέω:
1 быть совершенно бессильным, не быть в состоянии (ποιεῖν τι Arst., Plut.; πρός τι Arst.);
2 быть крайне слабым (ἐξαδυνατοῦντες καὶ περικακοῦντες Polyb.; ἐ. τῷ σώματι Plut.).