σιαγόνιον

Revision as of 10:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion. σιηγόνιον, τό, in plural,
A the parts under or near-the jaw, Hp.Morb.2.26, LXX De.18.3.
II cheek-piece, side-piece, in military engines, Ath.Mech.35.5, Apollod.Poliorc.183.3, 188.4.

German (Pape)

[Seite 877] τό, dim. von σιαγών, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σιᾱγόνιον: Ἰων. σιηγ-, τό, ὑποκορ. τοῦ σιαγών, Ἱππ. 469. 32, Ἑβδ. (Δευτ. ΙΗ΄, 3).

Greek Monolingual

και ιων. τ. σιηγόνιον, τὸ, Α σιαγών, -όνος]
1. υποκορ. του σιαγών
2. το πλάγιο τμήμα στρατιωτικής μηχανής
3. στον πληθ. τὰ σιαγόνια
τα τμήματα του προσώπου που βρίσκονται κάτω από το σαγόνι ή κοντά σ' αυτό.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιᾱγόνιον -ου, τό, Ion. σιηγόνιον kaakbeen.