ἀστερόφοιτος

Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀστερόφοιτον,
A traversing the stars, especially of constellations, Ἠριδανός Nonn. D. 23.298, al.
II traversed by stars, κύκλος Ὀλύμπου ib.32.10, al.

Spanish (DGE)

-ον
1 recorrido por las estrellas κύκλος Ὀλύμπου Nonn.D.32.10, στέφος Nonn.D.8.98.
2 que avanza a través de las estrellas Ἠριδανός (e.d. la Vía Láctea) Nonn.D.23.298, Γανυμήδης Nonn.D.25.449, κόσμου φύσις Hymn.Mag.20.26.

German (Pape)

[Seite 375] unter Sternen wandelnd, Nonn. D. 2, 262 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερόφοιτος: -ον, ὁ μεταξὺ τῶν ἀστέρων περιπατῶν, συχνάζων, Νόνν. Δ. 2. 262, κτλ.

Greek Monolingual

ἀστερόφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει ανάμεσα από τα άστρα
2. εκείνος που τ' άστρα περνούν ανάμεσά του («ἀστερόφοιτος κύκλος Ὀλύμπου», Nόv.).