κατεράω

Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A pour out, pour off, Str.17.1.38, Plu.2.968d; εἰς ἀγγεῖον Agatharch.28, Dsc.1.30.
II pour over, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου Demetr.Eloc.302; κατὰ τῶν ξηρῶν Gal.13.53.

German (Pape)

[Seite 1396] herunter-, darübergießen; Strab. XVII, 812; οἶνον Poll. 7, 162; a. Sp., auch übertr., δυσφημίαν κατήρασε τοῦ δικαστηρίου Demetr. 326.

Greek (Liddell-Scott)

κατεράω: καταχέω, ἐκχέω, χύνω ἔξω, εἶτα τὸ μελίκρατον κατήρασε Στράβ. 812· κατερᾶν τὸν οἶνον Πολυδ. Ζ΄, 162. ΙΙ. μεταφορ., ἐπιχύνω, δυσφημίαν κ. τοῦ δικαστηρίου, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δημητρ. Φαληρ.